ίντσα — η (λ. αγγλ.), μονάδα μέτρησης ίση με το 1/36 της αγγλικής γιάρδας (2,54 εκ. του μέτρου) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλωστομέτρηση — η (υφαντ.) μέτρηση τού πλήθους νημάτων στημονιού και υφαδιού ανά τετραγωνική ίντσα υφάσματος για τον καθορισμό τού δείκτη πυκνότητας τής ύφανσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλωστή + μέτρηση. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thread count] … Dictionary of Greek
υδρογράφημα — το, Ν (υδρολ.) γραφική παράσταση τής άμεσης απορροής που προκαλείται από μια ίντσα έντονης βροχόπτωσης η οποία είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη πάνω σε ολόκληρη την επιφάνεια μιας λεκάνης απορροής και πέφτει με ομοιόμορφο ρυθμό στη διάρκεια μιας… … Dictionary of Greek
άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
λειαντικά — Φυσικές ή τεχνητές κρυσταλλικές ουσίες ποικίλης σκληρότητας, με τις οποίες αφαιρούνται επιφανειακά στρώματα, μικρού ή μεγάλου βάθους, από τεμάχια που υφίστανται κατεργασία. Τα λ. χρησιμοποιούνται με τη μορφή κόκκων διαφόρων μεγεθών, αλλά με… … Dictionary of Greek